-
1 μουσείο
[мусио] ουσ. о. музей,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μουσείο
-
2 музей
-я α.μουσείο•исторический музей ιστορικό μουσείο•
зоологический музей ζωολογικό μουσείο.
-
3 музей
-
4 открытый
открытый ανοιχτός, ανοιγμένος· музей открыт с... до ... το μουσείο είναι ανοιχτό από... ως...' \открытый вопрос το εκκρεμές ζήτημα* * *ανοιχτός, ανοιγμένοςмузе́й откры́т с... до… — το μουσείο είναι ανοιχτό από... ως…
откры́тый вопро́с — το εκκρεμές ζήτημα
-
5 музей
το μουσείο-ная редкость η αντίκα, το σπάνιο παλαιό αντικείμενοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > музей
-
6 музей
музейм τό μουσείο[ν]. -
7 оружейный
оружейн||ыйприл τῶν ὅπλων:\оружейныйый завод τό ὀπλοποιεῖο[ν], τό ὀπλουργεῖο[ν], τό ἐργοστάσιο ὅπλων \оружейныйый мастер см. оружейник· \оружейныйый магазин τό ὀπλοπωλεῖον Оружейная Палата τό μουσείο ὅπλων. -
8 музей
[μουζιέϊ] ουα. α μουσείο -
9 музей
[μουζιέϊ] ουα. α μουσείο -
10 археологический
επ.αρχαιολογικός• - музей αρχαιολογικό μουσείο•-ие раскопки αρχαιολογικές ανασκαφές.
-
11 древность
-и θ.1. αρχαιότητα, αρχαία εποχή•в -и στην αρχαιότητα•
седая древность τα πολύ παλιά χρόνια, η βαθιά αρχαιότητα.
|| ο αρχαίος κόσμος, οι αρχαίοι•идеи аристотеля разделяла вся древность τις ιδέες του Αριστοτέλη τις παραδέχονταν όλη η αρχαιότητα.
2. οι αρχαιότητες, τα αρχαία μνημεία•музей -ей μουσείο αρχαιοτήτων.
3. (απλ.) βαθιά γηρατειά. -
12 зоологический
επ.ζωολογικός•зоологический музей το ζωολογικό μουσείο.
|| μτφ. ζωώδης, κτηνώδης. -
13 инкунабула
-ы θ.αρχέτυπο•отдел -ул в музее τμήμα αρχετύπων στο μουσείο.
-
14 музеум
-а α. παλ.μουσείο. -
15 оружейный
επ.οπλοποιητικός, της οπλοποιίας•оружейный завод εργοστάσιο οπλοποιίας•
-ая мастерская οπλοποιείο•
оружейный мастер οπλοποιός•
-магазин οπλοπωλείο•
-ая палата μουσείο όπλων.
-
16 паноптикум
-а α.μουσείο έκθεσης κήρινων μορφών ή αντικειμένων. -
17 пронос
-а α.μεταφορά μαζί (μεθ εαυτού)сумок в музей запрещн η μεταφοράμαζί σας τσαντών στο μουσείο απαγορεύετα.ι. -
18 скрижаль
-и θ. (γραπ. λόγος) πλάκα γραμμένη•-и пророка моисея οι πλάκες(του δεκάλογου) του προφήτη Μωϋσή.
|| συνήθως πλθ. -и μουσείο (διαφόρων τομέων της ανθρώπινης δράσης). -
19 экскурсия
-и θ.1. εκδρομή•загородная -εκδρομή στην εξοχή•
экскурсия в горы εκδρομή στα βουνά•
дальная экскурсия μακρινή εκδρομή.
2. επίσκεψη ομαδική•экскурсия в музей επίσκεψη στο μουσείο.
3. παλ. βλ. экскурс. -
20 этнографический
επ.εθνογραφικός•этнографический музей εθνογραφικό μουσείο•
-ая карта εθνογραφικός χάρτης.
См. также в других словарях:
Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek
Μουσείο Κανελλοπούλου — Η συλλογή του Παύλου και της Αλεξάνδρας Κανελλοπούλου στεγάζεται από το 1976 σε ένα επιβλητικό νεοκλασικό κτίριο του τέλους του 19ου αι. στη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης (οδός Θεωρίας & Πανός, Πλάκα). Αυτή η πολύ σημαντική συλλογή έργων τέχνης… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λευκωσίας (Κυπριακό) — Είναι το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο αρχαιολογικό μουσείο της Κύπρου. Χτίστηκε μεταξύ των ετών 1908 και 1924, για να στεγάσει τα ευρήματα των επίσημων ανασκαφών, που είχαν αρχίσει μόλις λίγα χρόνια πριν και βρίσκεται στη διεύθυνση Μουσείου 1,… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Σπάρτης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης στεγάζεται σε ένα νεοκλασικό κτίριο που βρίσκεται στο κέντρο της σύγχρονης πόλης. Ο αρχικός πυρήνας του κτιρίου χτίστηκε το 1874, σε σχέδια του Δανού αρχιτέκτονα Κρίστιαν Χάνσεν, και ήταν το πρώτο μουσείο που… … Dictionary of Greek
μουσείο — Η λέξη Μουσείον στην αρχαία Ελλάδα σήμαινε τέμενος των Μουσών. Σήμερα ονομάζεται μ. ένα ίδρυμα που έχει σκοπό τη συγκέντρωση και τη διατήρηση συλλογών έργων τέχνης, διάφορων αντικειμένων και προϊόντων, συλλογών φυσικής ιστορίας ή ιστορικών… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Λαογραφικό του Λαογραφικού Πελοποννησιακού Ιδρύματος — Το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα δημιουργήθηκε το 1974 από την ενδυματολόγο σκηνογράφο Ιωάννα Παπαντωνίου, με σκοπό τη μελέτη και την προβολή του πολιτισμού της νεότερης Ελλάδας. Η πολύπλευρη πολιτιστική προσφορά του ιδρύματος επιβραβεύτηκε το … Dictionary of Greek
Μουσείο, Νομισματικό Αθηνών — Χάρη στη συλλογή του από 600.000 νομίσματα, θεωρείται ένα από τα πέντε σπουδαιότερα μουσεία του είδους του στον κόσμο. Ένα μέρος αυτής της πλούσιας συλλογής, μετά από πολύχρονη προετοιμασία, στεγάζεται από τις αρχές του 1999 σε ένα από τα… … Dictionary of Greek
Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης (Αθηνών) — Η πλούσια συλλογή του μουσείου (Κυδαθηναίων 17, Πλάκα) αποτελείται από αντικείμενα και κειμήλια της περιόδου αναζωπύρωσης του καλλιτεχνικού αισθήματος του υπόδουλου ελληνισμού, μετά τα ηπιότερα μέτρα διακυβέρνησης της παρακμάζουσας Oθωμανικής… … Dictionary of Greek
Μουσείο Σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων (Ολυμπίας) — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1961, από το φίλαθλο και φιλότεχνο Γεώργιο Παπαστεφάνου Προβατάκι (1890 1978). Μέχρι το 1972 ονομαζόταν Αθλοφιλοτεχνικό Ολυμπιακό Μουσείο και στεγαζόταν στο κτίριο όπου παλαιότερα λειτουργούσε το δημοτικό σχολείο της… … Dictionary of Greek